παρεκφέρω

παρεκφέρω
παρεκ-φέρω,
A abuse, τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς prob. in IG22.1099.33 (ii A. D.) :—[voice] Pass., to be carried beyond bounds, Aristipp. ap. Stob.3.17.17 ;

πέρα τοῦ μέτρου Plu.2.102c

, cf. Metrod.Herc.831.1.
II to be excreted with, Aët.5.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρεκφέρω — Α [εκφέρω] 1. καταχρώμαι 2. μέσ. παρεκφέρομαι α) παρεκτρέπομαι, βγαίνω έξω από τα όρια και το μέτρο β) κρίνομαι μαζί με κάποιον άλλον …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”